Η εικόνα σώματος αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας μας και βασικό παράγοντα για την καλή ψυχική υγεία. Δεν ορίζεται μόνο ως η ιδέα που έχουμε για το σώμα μας, αλλά αποτελεί το σύνολο: α) των αντιλήψεων που έχουμε για το μέγεθος του, δηλαδή το πόσο μεγάλο ή μικρό το αντιλαμβανόμαστε (ανεξάρτητα αν αυτό αντιστοιχεί σε αντικειμενικές μετρήσεις), β) των συναισθημάτων μας ως προς το σώμα, και γ) των συμπεριφορών μας, δηλαδή τον τρόπο ή τους τρόπους που παρεμβαίνουμε για να βελτιωθεί η εμφάνιση του (πχ στερητικές δίαιτες, φροντίδα σώματος, γυμναστική).
Η δυσαρέσκεια με το σώμα μας, είναι αποτέλεσμα της απόκλισης του σώματος που έχουμε, με τον τρόπο που το αντιλαμβανόμαστε, και αυτού που θα επιθυμούσαμε να έχουμε και επηρεάζεται από αρκετούς παράγοντες. Οι σημαντικότεροι παρατίθενται παρακάτω:
Πολιτισμικοί παράγοντες: Στις Δυτικές κοινωνίες υπάρχει σημαντική κοινωνική πίεση για αδύνατα σώματα. Σε τέτοιες κοινωνίες, το ωραίο σώμα νοείται μόνο το χαμηλού βάρους σώμα και οτιδήποτε αποκλίνει από αυτό περιθωριοποιείται μέχρι και στιγματίζεται. Μελέτες έχουν δείξει πως οι έγχρωμες γυναίκες είναι πιο ικανοποιημένες με το σώμα τους σε σχέση με τις λευκές.
Ρόλος της οικογένειας: Η στάση της οικογένειας σε θέματα εμφάνισης, τα άμεσα ή έμμεσα αρνητικά σχόλια για την εμφάνιση του παιδιού (ή ακόμη και τα σχόλια για την εμφάνιση άλλων), και η κριτική των γονέων, φαίνεται να επηρεάζουν τον τρόπο που το παιδί θα νιώσει για το σώμα του. Με τέτοιου είδους σχόλια, το παιδί λαμβάνει το μήνυμα ότι απογοητεύει γονείς του και προσπαθεί να «ελέγξει» το σώμα του με δίαιτες, υπεργύμναση κτλ. Μελέτες έχουν δείξει πως η υπερβολική ενασχόληση των ίδιων των γονέων με τη δική τους εμφάνιση, με το βάρος τους, και με την υπερβολικά «υγιεινή» διατροφή, αυξάνει την πιθανότητα το παιδί τους να εμφανίσει δυσαρέσκεια με το σώμα του και να αναπτύξει κάποιας μορφής Διαταραχής Πρόσληψης Τροφής (Νευρική Ανορεξία, Νευρική Βουλιμία, Διαταραχή Υπερφαγίας) στην εφηβεία του. Η ασφάλεια στη σχέση ενός ατόμου με τους γονείς του προάγει θετική εικόνα για τον εαυτό και έτσι εκδηλώνεται λιγότερη δυσαρέσκεια για το σώμα στην ενήλικη ζωή.
Ρόλος της ομάδας/των συνομηλίκων: Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι οι συνομήλικοι, δηλαδή η ομάδα που συναναστρέφεται κάποιος και η αποδοχή ή η απόρριψη που εισπράττει από αυτή. Με άλλα λόγια το αν μου αρέσει το σώμα μου ή όχι μπορεί να εξαρτηθεί από τα σχόλια των άλλων για αυτό, από τις πεποιθήσεις της ομάδας για το τι θεωρείται αποδεκτό, όμορφο ακόμη και υγιές σώμα.
Μέσα κοινωνικής δικτύωσης: Έρευνες έχουν δείξει πως ο χρόνος που δαπανάται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και στην επεξεργασία εικόνων και τη χρήση φίλτρων, συνδέεται με αυξημένη δυσαρέσκεια για το σώμα. Τα social έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στον τρόπο με τον οποίο αξιολογούμε την εικόνα του σώματος μας αλλά και στις σκέψεις μας σχετικά με την αποδοχή των κυρίαρχων κοινωνικών προτύπων σωματικής ομορφιάς και εμφάνισης. Έχει αποδειχθεί πως η συνεχής χρήση του Facebook οδηγεί σε χαμηλότερη αυτοεκτίμηση και σε κοινωνική σύγκριση.
Αυτοεκτίμηση: Έχει φανεί πως η ισχυρή αυτοεκτίμηση αποτελεί προστατευτικό παράγοντα σε άσχημα σχόλια που μπορεί κάποιος να δεχτεί για το σώμα του/την εμφάνισή του και το αντίστροφο, πως αρνητική αυτοεκτίμηση σχετίζεται με την ευαλωτότητα του ατόμου ως προς την εικόνα του σώματος του.
«Αντικειμενοποίηση» του σώματος: Είναι η θέαση, η αξιολόγηση και η αντιμετώπιση του ίδιου του σώματος από την οπτική γωνία ενός τρίτου προσώπου, εστιάζοντας στα παρατηρήσιμα χαρακτηριστικά του. Το σώμα, νοείται ως εξωτερικό αντικείμενο που πρέπει να κοιτάξει κανείς και να αξιολογήσει, και όχι σαν εσωτερική εμπειρία. Έτσι, τα άτομα μπορεί να ελέγχουν συνεχώς στον καθρέφτη το σώμα τους, να το επιτηρούν ως εξωτερικός παρατηρητής, να νιώθουν ντροπή για αυτό (ή ακόμα και για τον εαυτό τους ως σύνολο). Επίσης, μπορεί να διατηρούν πεποιθήσεις πως με αρκετή προσπάθεια, η σωματική εμφάνιση συμπεριλαμβανομένου του σχήματος/μεγέθους και του βάρους του σώματος μπορεί να ελεγχθεί. Αυτό οφείλεται στο ότι τα άτομα όχι μόνο βλέπουν το σώμα τους ως αντικείμενο, αλλά και το βιώνουν και το αντιμετωπίζουν ως αντικείμενο που μπορεί να διαμορφωθεί σύμφωνα με τα πρότυπα που επικρατούν.
Η δυσαρέσκεια με το σώμα έχει συνδεθεί με συμπεριφορές όπως η στερητική δίαιτα, η χρήση καθαρτικών, η υπερβολική άσκηση και η λήψη αναβολικών ουσιών. Επίσης, αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη Διαταραχών Πρόσληψης Τροφής καθώς και είναι βασικό ψυχοπαθολογικό χαρακτηριστικό αυτών.
Γενικά, η δυσαρέσκεια με την εικόνα του σώματος ή η αρνητική αξιολόγηση κάποιας πτυχής του μπορεί να κυμαίνεται από ήπια συναισθήματα μη ελκυστικότητας έως την ακραία εμμονή με τη σωματική εμφάνιση που επηρεάζει τη φυσιολογική λειτουργικότητα του ατόμου (πχ το άτομο μπορεί να σταματήσει το σχολείο/εργασία λόγω της έντονης δυσφορίας που βιώνει).
Ένας τρόπος αντιμετώπισης της δυσαρέσκειας του σώματος και των αρνητικών συναισθημάτων που τη συνοδεύουν είναι η Γνωστική- Συμπεριφορική ψυχοθεραπεία (ΓΣΨ) η οποία είναι μια αποτελεσματική μορφή ψυχοθεραπείας που επικεντρώνεται στην αλλαγή αρνητικών σκέψεων και συμπεριφορών που συνδέονται με διάφορα προβλήματα ψυχικής υγείας. Η ΓΣΨ εστιάζει στην αναγνώριση και αντιμετώπιση αρνητικών σκέψεων και πεποιθήσεων που επηρεάζουν την εικόνα του σώματος, καθώς και στην ανάπτυξη υγιών συμπεριφορικών στρατηγικών. Ο ψυχοθεραπευτής συνεργάζεται με τον πελάτη για να τον βοηθήσει να αναγνωρίσει αρνητικά μοντέλα σκέψης και να αντικαταστήσει αυτές τις σκέψεις με πιο ρεαλιστικές πεποιθήσεις. Επίσης, η ΓΣΨ διδάσκει τεχνικές διαχείρισης του άγχους και της κατάθλιψης που μπορεί να συνοδεύουν τα προβλήματα της εικόνας του σώματος.
Βιβλιογραφία
Dakanalis, A., Clerici, M., Bartoli, F., Caslini, M., Crocamo, C., Riva, G., & Carrà, G. (2017). Risk and maintenance factors for young women’s DSM-5 eating disorders. Archives of Women’s Mental Health, 20, 721-731.
Davison, T. E., & McCabe, M. P. (2006). Adolescent body image and psychosocial functioning. The Journal of social psychology, 146(1), 15-30.
Hawi, N. S., & Samaha, M. (2017). The relations among social media addiction, self-esteem, and life satisfaction in university students. Social Science Computer Review, 35(5), 576-586.
Jones, A.M. & Buckingham, J.T. (2005). Self-esteem as a moderator of the effect of social comparison on women’s body image. Journal of Social and Clinical Psychology, 24(8): 1164-1187.
Pfund, G. N., Hill, P. L., & Harriger, J. (2020). Video chatting and appearance satisfaction during COVID‐19: Appearance comparisons and self‐objectification as moderators. International Journal of Eating Disorders, 53(12), 2038-2043.
Schaefer, L. M., Burke, N. L., Calogero, R. M., Menzel, J. E., Krawczyk, R., & Thompson, J. K. (2018). Self-objectification, body shame, and disordered eating: Testing a core mediational model of objectification theory among White, Black, and Hispanic women. Body image, 24, 5-12.
Turner, H. M., Rose, K. S., & Cooper, M. J. (2005). Parental bonding and eating disorder symptoms in adolescents: The meditating role of core beliefs. Eating Behaviors, 6(2), 113-118.
Vogel, E. A., Rose, J. P., Roberts, L. R., & Eckles, K. (2014). Social comparison, social media, and self-esteem. Psychology of popular media culture, 3(4), 206.
Χάιντς. Ε. (2020). Εικόνα Σώματος και Διατροφικές Διαταραχές. University Studio Press